σόπεν

σόπεν
το, Ν
μετρολ. μονάδα χωρητικότητας τής Ολλανδίας, ισοδύμανη με 0, 50 λίτρα, και τής Ελβετίας, ισοδύναμη με 0, 375 λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schoppen].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • Κορτό, Αλφρέ Ντενί — (Alfred Denis Cortot, Νιόν, Ελβετία 1877 – Λοζάνη 1962). Γάλλος πιανίστας. Γεννήθηκε στην Ελβετία από Γάλλο πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε παιδική ηλικία, όπου σπούδασε πιάνο στο Κονσερβατουάρ. Το 1896 πήρε το δίπλωμά του με πρώτο βραβείο …   Dictionary of Greek

  • νυχτερινό — (nocturne). Μουσική σύνθεση. Στις διάφορες έννοιες που δόθηκαν στον όρο τον 18o και 19o αι. εκφράζονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στιγμές των ευρωπαϊκών μουσικών προτιμήσεων. Στις σελίδες του Χάιντν και του Μότσαρτ (είναι περίφημη η Μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Συμανόφσκι, Κάρολ — (Szymanowski). Πολωνός συνθέτης (Τιμοσέφκα, Κίεβο 1882 – Λωζάννη 1937). Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας επιβλήθηκε με έργα για πιάνο, τραγούδι καθώς και συμφωνικά που τον αποκάλυψαν ευαίσθητο στις πιο λεπτές ευρωπαϊκές μουσικές εμπειρίες (ο Σ.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

  • βαρκαρόλα — Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων. Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ (couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι.… …   Dictionary of Greek

  • εξαντικειμενοποίηση — η (φιλοσ. ψυχολ.) 1. η θεώρηση φανταστικών εικόνων ως πραγματικών σε ορισμένες νοσηρές ψυχικές καταστάσεις 2. η διάκριση μεταξύ τής αίσθησης και τών άλλων γεγονότων τής συνείδησης που συντελείται ήδη από πολύ μικρή ηλικία 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • μαζούρκα — (mazurka). Λαϊκός πολωνικός χορός, που εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αι. και του οποίου η ονομασία προήλθε από την περιοχή της Μαζουρίας (βλ. λ.). Λαμπερή, ζωηρή, αλλά με μέτρια ρυθμική αγωγή, η μ. έχει τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στον δεύτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”